Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαβούρα
1 εγγραφή
σαβούρα η [savúra] Ο25 : (οικ.) 1. πρόσθετο βάρος που τοποθετείται κυρίως σε πλοίο για τη ρύθμιση της ευστάθειάς του· έρμα. 2. (μτφ.) α. πράγματα άχρηστα, χωρίς αξία, που καταλαμβάνουν ωφέλιμο χώρο: Πρέπει να αδειάσεις την αποθήκη από όλη αυτή τη ~. Πέταξα πολλή ~. β. πράγματα ευτελή και κακής ποιότητας, που αγοράζονται σε πολύ χαμηλή τι μή: Mόνο σαβούρες αγοράζει και γι΄ αυτό είναι πάντα κακοντυμένη. || (επέκτ.): Διαβάζει σαβούρες, κακής ποιότητας έντυπα. Όλο σαβούρες έχει η τηλεόραση, κακής ποιότητας προγράμματα. γ. (υβρ.) για γυναίκα που δε χαίρει εκτιμήσεως: Άντε από δω, μωρή ~!

[μσν. σαβούρα < λατ. saburra]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες