Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σαβαρέν το [savarén] Ο (άκλ.) : γλύκισμα από μαλακή αφράτη ζύμη, η οποία, αφού ψηθεί σε ειδική φόρμα, περιχύνεται με σιρόπι και γαρνίρεται με σαντιγί· (πρβ. μπαμπάς 2): Έκοψε δύο φέτες ~.
[λόγ. < γαλλ. savarin < ανθρωπων. Brillat-Savarin (Γάλλος γαστρονόμος)]