Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σίφουνας
1 εγγραφή
σίφουνας ο [sífunas] Ο5 : 1. μετεωρολογικό φαινόμενο κατά το οποίο στή λη σκόνης ή υδρατμών, με τη μορφή ανεστραμμένου κώνου, ανυψώνεται από την επιφάνεια της θάλασσας ή της ξηράς και περιστρέφεται με μεγά λη ταχύτητα. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που κινείται ορμητικά: Mπήκε (σαν) ~ στο δωμάτιο. Πέρασε από μπροστά μας σαν ~. || για γεγονός που εκτυλίσσεται με ταχύτητα και δημιουργεί αναστάτωση και μεγάλη αναταραχή.

[αρχ. σίφων, αιτ. -ωνα ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [n] ) (πρβ. μσν. σιφούνι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες