Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σήτα
1 εγγραφή
σήτα η [síta] Ο25 : 1. πολύ λεπτό συρμάτινο ή πλαστικό διάτρητο πλέγμα: Έβαλε μια ~ στο παράθυρο για να μην μπαίνουν τα κουνούπια. 2. είδος κόσκινου, με πυθμένα από πολύ λεπτό πλέγμα, μέσα από το οποίο περνούν το αλεύρι για να το ξεχωρίσουν από τα πίτουρα· κρησάρα. || Οι χτίστες περνούσαν τον υγρό σοβά από τη ~.

[συγγ. του αρχ. σήθω `κοσκινίζω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες