Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σέρβις
3 εγγραφές [1 - 3]
σέρβις το [sérvis] Ο (άκλ.) : 1. για μηχανές ή για συσκευές, ο ειδικός έλεγχος για την επισήμανση και την επισκευή τυχόν βλαβών: Tο αυτοκίνητο θέλει / θα το πάω για ~. 2. (προφ.) το σύνολο των προσφερόμενων υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων: Tο ξενοδοχείο ήταν μικρό, αλλά είχε εξαιρετικό ~.

[λόγ. < αγγλ. service]

σερβίς 1 το [servís] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) το σερβίτσιο.

[λόγ. < γαλλ. service]

σερβίς 2 το : (αθλ.) στο τένις, στο βόλεϊ, στο πιγκ πογκ, το πρώτο χτύπημα της μπάλας στην αρχή του παιχνιδιού ή της φάσης.

[λόγ. < γαλλ. service]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες