Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σέπαλο
1 εγγραφή
σέπαλο το [sépalo] Ο41 : (βοτ.) καθένα από τα μικρά φύλλα τα οποία περιβάλλουν τον κάλυκα του άνθους.

[λόγ. < γαλλ. sépal(e) -ον < αρχ. σ(κ)έπ(η) `σκέπασμα΄ + -ale κατά το πέταλονΙΙ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες