Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σέξι
4 εγγραφές [1 - 4]
σέξι [séksi] Ε (άκλ.) : (προφ.) 1. που διαθέτει σεξαπίλ: Είναι πολύ ~. 2. για κτ. που προκαλεί το σεξουαλικό ενδιαφέρον: Εσώρουχα ~.

[λόγ. < αγγλ. sexy]

σεξισμός ο [seksizmós] Ο17 : διάκριση με βάση το φύλο, όρος που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από το φεμινιστικό κίνημα για να δηλώσει την εξουσιαστική τάση των ανδρών πάνω στις γυναίκες και τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ως απόρροια της ανδροκρατικής νοοτροπίας.

[λόγ. < αγγλ. sexism (-ism = -ισμός)]

σεξιστής ο [seksistís] Ο7 : μειωτικός χαρακτηρισμός εκείνου του οποίου ο τρόπος σκέψης και η συμπεριφορά επηρεάζονται περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά από το σεξισμό.

[λόγ. < αγγλ. sexist (-ist = -ιστής)]

σεξιστικός -ή -ό [seksistikós] Ε1 : που έχει σχέση, που αναφέρεται στο σεξιστή ή στο σεξισμό.

[λόγ. σεξιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες