Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάματι
1 εγγραφή
σάματι [sámati] & σάματις [sámatis] επίρρ. : (προφ.) 1. διστακτικό· εισάγει καταφατική ή αποφατική ρητορική ερώτηση, η οποία ισοδυναμεί αντίστοιχα με έντονη άρνηση ή κατάφαση· μήπως, σάμπως: ~ εγώ ήθελα να βγει μαζί τους;, δεν ήθελα καθόλου. ~ μας αφήνουν στιγμή ήσυχους;, δε μας αφήνουν… Tι ρωτάτε; ~ δεν το ξέρατε;, το ξέρατε και πολύ καλά. || σε επιφωνηματική πρόταση: ~ πολύ θέλουν για να ξαναρχίσουν τον καβγά!, δε θέλουν πολύ. ~ είχαν ποτέ φίλους!, δεν είχαν ποτέ φίλους. 2. παρομοιαστικό· εισάγει, συνήθ. μαζί με το να, δευτερεύουσα πρόταση που δηλώνει υποθετική παρομοίωση, κάτι που κατά τη γνώμη του ομιλητή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Tι τους κοιτάς έτσι, ~ να τους βλέπεις πρώτη φορά;, σαν δήθεν.

[μσν. *ως + άματι (< φρ. άμα ότι `αμέσως όταν΄ με αποφυγή της χασμ.) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· προσθήκη του αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: χτες, τότες, ίσως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες