Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σάλπιγγα
1 εγγραφή
σάλπιγγα η [sálpiŋga] Ο28 : I. χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται κυρίως στο στρατό για τη μετάδοση παραγγελμάτων ή μηνυμάτων: H ~ σήμανε σιωπητήριο. Όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες της Δευτέρας Παρουσίας, όταν έρθει η ώρα της κρίσεως. II. (ανατ.) για όργανα του σώματος που μοιάζουν με σάλπιγγες: α. καθένας από τους δύο αγωγούς που συνδέουν τις ωοθήκες με τη μήτρα: Aριστερή / δεξιά ~. β. Ευσταχιανή* ~.

[λόγ: Ι: αρχ. σάλπιγξ, αιτ. -γγα· ΙΙ: σημδ. νλατ. salpinx < αρχ. σάλπιγξ & σημδ. γαλλ. tube]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες