Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρύπανση
1 εγγραφή
ρύπανση η [rípansi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ρυπαίνω και ειδικότερα η παρουσία στη φύση, σε μεγαλύτερο βαθμό από τον κανονικό, ουσιών που είναι βλαβερές για τον άνθρωπο και για τους άλλους ζωντανούς οργανισμούς: H ~ του περιβάλλοντος / της ατμόσφαιρας / των θαλασσών / των λιμνών.

[λόγ. < μσν. ρύπανσις `λέρωμα΄ < ρυπαν- (ρυπαίνω) -σις > -ση σημδ. αγγλ. pollution]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες