Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόλος
2 εγγραφές [1 - 2]
ρόλος 1 ο [rólos] Ο18 : 1.το μέρος του κειμένου ενός θεατρικού ή άλλου δραματικού έργου που αναφέρεται σε όσα λέει ή κάνει ένας μόνον ηθοποιός ή πρόσωπο: Πρώτος / δεύτερος ~. Kωμικός / τραγικός ~. Δύσκολος / εύκολος ~. Yποδύομαι / υποκρίνομαι / παίζω ένα ρόλο. H διανομή των ρόλων ενός θεατρικού έργου, η ανάθεση του κάθε ρόλου σε συγκεκριμένο ηθοποιό. (έκφρ.) μπαίνω στο πετσί* ενός ρόλου. 2. οι πράξεις με τις οποίες συμμετέχει κάποιος στη γένεση ή στην εξέλιξη ενός γεγονότος, μιας κατάστασης, υπόθεσης κτλ.: Έχω / υποκρίνομαι / παίζω / διαδραματίζω ένα ρόλο. Mικρός / μεγάλος / σημαντικός / ασήμαντος / θετικός / αρνητικός / καθοριστικός ~. Kοινωνικός / πολιτικός ~. Ο ~ των μαζών στην εξέλιξη της ιστορίας. Ο ~ του επιστήμονα στην κοινωνία. Ο ~ του ρήματος στη φράση, λειτουργία. Παίζω διπλό ρόλο. Ποιοι παράγοντες έπαιξαν ρόλο στην απόφαση; Εγώ τι ρόλο παίζω εδώ μέσα; (έκφρ.) παίζει* ρόλο. παίζω* το ρόλο κάποιου. ρολάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < γαλλ. rἄl(e) -ος· ρόλ(ος) -άκος]

ρόλος 2 ο : (στην εμπορική συνήθ. γλ.) το ρολό1: Δέκα ρόλοι χαρτί περιτυλίγματος.

[γαλλ. rἄl(e) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες