Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόζος
1 εγγραφή
ρόζος ο [rózos] Ο18 : 1.(συνήθ. πληθ.) σκλήρυνση που εμφανίζεται στο δέρμα της παλάμης και των δακτύλων· (πρβ. κάλος): Έβγαλαν ρόζους τα χέρια μου από το σκάψιμο. 2. σκλήρυνση σε ορισμένο σημείο μάζας ξύλου.

[ίσως αρχ. ὄζος `κλαδί, βλαστάρι΄ παρετυμ. ρ(ίζα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες