Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρόδακας
1 εγγραφή
ρόδακας ο [róδakas] Ο5 : (αρχιτ.) κόσμημα που παριστάνει σχηματοποιημένο ρόδο (τριαντάφυλλο) με ανοιχτά ακτινωτά φύλλα.

[λόγ. ρόδ(ον) -αξ > -ακας σφαλερή δημιουργία μτφρδ. γαλλ. rosace]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες