Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρωσο
4 εγγραφές [1 - 4]
ρωσο- [roso] & ρωσό- [rosó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στους κατοίκους της Ρωσίας, στους Ρώσους: ρωσόφωνος, ρωσόφιλος. || σε παρατακτικά σύνθετα: ~γερμανική συνεργασία, συνεργασία μεταξύ Ρώσων και Γερμανών.

[λόγ. θ. του ουσ. Ρώσ(ος δες στο ρωσικός) -ο-]

ρωσομάθεια η [rosomáθia] Ο27 : η γνώση της ρωσικής γλώσσας.

[λόγ. ρωσομαθ(ής) -εια]

ρωσομαθής -ής -ές [rosomaθís] Ε10 : που είναι γνώστης της ρωσικής γλώσσας.

[λόγ. ρωσο- + -μαθής]

ρωσόφιλος -η -ο [rosófilos] Ε5 : που έχει φιλική διάθεση προς τους Ρώσους, που υποστηρίζει την πολιτική τους: ~ πολιτικός. Ρωσόφιλη πολιτική.

[λόγ. ρωσο- + -φιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες