Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρυπογόνος
1 εγγραφή
ρυπογόνος -ος / -α -ο [ripoγónos] Ε14 : που παράγει και σκορπίζει στο περιβάλλον ρύπους· που ρυπαίνει το περιβάλλον: Ρυπογόνες βιομηχανίες. Ρυπογόνες ουσίες, ρυπαντικές.

[λόγ. ρύπ(ος)2 -ο- + -γόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες