Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρυμουλκό το [rimulkó] Ο38 : όχημα ή πλοίο (ειδικής κατασκευής) που χρησιμοποιείται για να ρυμουλκεί, να σύρει άλλο: ~ του λιμεναρχείου απομάκρυνε το φλεγόμενο πλοίο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ρυμουλκός < ρυμουλκ(ώ) -ός (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. remorqeur]
- ρυμουλκώ [rimulkó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.(για όχημα ή πλοίο) τραβώ, σέρνω (ενώ κινούμαι) άλλο όχημα ή πλοίο δεμένο πίσω μου· (πρβ. έλκω): Παραπλέοντα σκάφη ρυμούλκησαν τη θαλαμηγό ως το πλησιέστερο λιμάνι. || Xάλασε το αυτοκίνητό μου και με ρυμούλκησε ως την πόλη ένα περαστικό φορτηγό. 2. (μτφ., για πρόσ.) παρασέρνω.
[λόγ. < ελνστ. ῥυμουλκῶ]