Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρουτινιέρικος
1 εγγραφή
ρουτινιέρικος -η -ο [rutinérikos] Ε5 : που αναφέρεται στη ρουτίνα, που δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία, ποικιλία, εναλλαγή και γι΄ αυτό είναι πληκτικός ή ανιαρός: Ρουτινιέρικη δουλειά. Ρουτινιέρικη ζωή.

[ρουτινιέρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες