Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρουτινιέρικος -η -ο [rutinérikos] Ε5 : που αναφέρεται στη ρουτίνα, που δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία, ποικιλία, εναλλαγή και γι΄ αυτό είναι πληκτικός ή ανιαρός: Ρουτινιέρικη δουλειά. Ρουτινιέρικη ζωή.
[ρουτινιέρ(ης) -ικος]