Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρουτινιέρης
1 εγγραφή
ρουτινιέρης ο [rutinéris] Ο11 : (σπάν., για πρόσ.) αυτός που ακολουθεί τη ρουτίνα.

[ρουτίν(α) -ιέρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες