Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρουσφετολόγος
1 εγγραφή
ρουσφετολόγος ο [rusfetolóγos] Ο18 : ως χαρακτηρισμός πολιτικού που υπόσχεται και κάνει ρουσφέτια για να πετύχει πολιτικό όφελος.

[λόγ. ρουσφετο(λογία) -λόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες