Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρουσφετολόγος ο [rusfetolóγos] Ο18 : ως χαρακτηρισμός πολιτικού που υπόσχεται και κάνει ρουσφέτια για να πετύχει πολιτικό όφελος.
[λόγ. ρουσφετο(λογία) -λόγος]