Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρουμπίνι
2 εγγραφές [1 - 2]
ρουμπινής -ιά -ί [rubinís] Ε8 & ρουμπινί [rubiní] Ε (άκλ.) : που έχει το ωραίο και λαμπερό κόκκινο χρώμα του ρουμπινιού. || (ως ουσ.) το ρουμπινί, το κόκκινο χρώμα.

[ρουμπίν(ι) -ής· ρουμπίν(ι) -ί 4]

ρουμπίνι το [rubíni] Ο44 : πολύτιμος κρυσταλλικός λίθος με κόκκινο χρώμα.

[ιταλ. rubin(o) κατά το μαργαριτάρι < μσνλατ. rubinus < λατ. rubeus `κόκκινος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες