Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρουκέτα
1 εγγραφή
ρουκέτα η [rukéta] Ο25 : α.πυροτέχνημα ή φωτοβολίδα ή πολεμικό βλή μα που εκτοξεύεται με τη δύναμη αερίων: Εκτοξεύω / ρίχνω ρουκέτες. Εκτοξευτήρας ρουκετών. β. (λαϊκ.) εμετός που αποβάλλεται με ορμή. ΦΡ αμολώ / πετώ μια ~, για εμετό.

[βεν. rocheta ( [o > u] από επίδρ. του [k] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες