Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρουά
2 εγγραφές [1 - 2]
ρουά το [ruá] Ο (άκλ.) : όρος στο σκάκι με τον οποίο ο ένας παίχτης επισημαίνει ότι με την τελευταία του κίνηση απειλεί το βασιλιά του άλλου· σαχ. (έκφρ.) ~ ματ*.

[λόγ. < γαλλ. roi]

ρουά [ruá] Ε (άκλ.) : μόνο στο μπλε* ~.

[λόγ. < γαλλ. bleu roi]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες