Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροσμαρίνι
1 εγγραφή
ροσμαρίνι το [rozmaríni] & διοσμαρίνι το [δjozmaríni] & γιοσμαρίνι το [jozmaríni] Ο44 : το δεντρολίβανο.

[βεν. *rosmarin ή ιταλ. rosmarin(o) (πρβ. ελνστ. ρωσμαρῖνον < λατ. ros marinus)· παρετυμ. δυόσμος· ιταλ. (διαλεκτ.) *iosmarin (πρβ. μσνλατ. ius marinus)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες