Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ροπαλοφόρος ο [ropalofóros] Ο18 : αυτός που κρατά ρόπαλο, οπλισμένος με ρόπαλο. || (ως επίθ.): Ροπαλοφόροι διαδηλωτές.
[λόγ. < μσν. ροπαλοφόρος < ρόπαλ(ον) -ο- + -φόρος]