Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρομάντζο
1 εγγραφή
ρομάντζο το [romándzo] Ο39 : είδος μυθιστορήματος, πλαστή ερωτική ιστορία σε έντεχνο πεζό λόγο, που στοχεύει στην απλή ευχαρίστηση ή στην εύκολη συγκίνηση: Λαϊκό ~.

[ιταλ. romanzo < γαλλ. roman (στη νέα σημ.) < παλ. γαλλ. romanz `σύνθεση στα γαλλικά΄ < μσνλατ. *romanice `στην κοινή (ρομανική) γλώσσα και όχι στα λατινικά΄ (πρβ. παλ. ιταλ. romans ίδ. σημ.) < λατ. Romanus `Ρωμαίος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες