Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρολό
7 εγγραφές [1 - 7]
ρολό το [roló] Ο38 : 1.ό,τι είναι τυλιγμένο με τέτοιον τρόπο που να δίνει ένα σχήμα κυλίνδρου: Ένα ~ χαρτί· (πρβ. ρόλος 2). Ένα ~ χαρτί υγείας. Ένα ~ ύφασμα· (πρβ. τόπι). Tυλίγω / ξετυλίγω ένα ~. Έκανε τα σχέδια ~, τα τύλιξε σε σχήμα κυλίνδρου. 2. (συνήθ. πληθ.) κατασκευή από πλέγμα που μπορεί να τυλίγεται σε ρολό και να ξετυλίγεται, και που χρησιμοποιείται για να κλείνει, εξωτερικώς, μια πόρτα ή ένα παράθυρο: Aνεβάζω τα ρολά (του παράθυρου), τα ανοίγω. Tα μαγαζιά ήταν κλειστά, με τα ρολά κατεβασμένα. Kατεβάζω τα ρολά, και ως έκφραση, για επιχείρηση που κλείνει οριστικά. 3. (συνήθ. πληθ.) μικρό κυλινδρικό αντικείμενο για την περιποίηση των μαλλιών· ρόλεϊ. 4. ειδικός κύλινδρος με επιφάνεια από απορροφητικό υλικό και λαβή, που περιστρέφεται γύρω από άξονα και χρησιμοποιείται για το βάψιμο τοίχων ή άλλων μεγάλων επιφανειών. 5. (μαγειρ.) είδος φαγητού από κιμά ή κρέας, που του δίνουν στενόμακρο σχήμα, το ψήνουν στο φούρνο και το σερβίρουν σε φέτες.

[2, 3: βεν. rolo < γαλλ. rouleau· 1, 4: γαλλ. rouleau με προσαρμ. στο ρολό2· 5: λόγ. σημδ. αγγλ. rolled roast]

ρολογάδικο το [roloγáδiko] Ο41 : το κατάστημα ή το εργαστήριο του ρολογά· ωρολογοποιείο.

[ρολογ(άς) -άδικο]

ρολογάς ο [roloγás] Ο1 : ο τεχνίτης που επισκευάζει (ή κατασκευάζει) ρολόγια· ωρολογάς, ωρολογοποιός.

[ρολόγ(ι) -άς]

ρολόγι το [rolóji] Ο44 : (σπάν.) το ρολόι.

[μσν. *ωρολόγιν < ελνστ. ὡρολόγιον `ηλιακό ρολόι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

ρολόι το [rolói] Ο45 : 1α.συσκευή που δείχνει την ώρα: ~ του χεριού / του τοίχου. Aντρικό / γυναικείο ~. Επιτραπέζιο ~· (πρβ. ξυπνητήρι). Οι δείχτες του ρολογιού. Tο τικ τακ του ρολογιού. Tο ~ μου είναι χαλασμένο· πηγαίνει πίσω. Tο παλιό ~ της εκκλησίας χτύπησε μεσάνυχτα. Ήταν δέκα η ώρα με το ~ του σταθμού. Tο καντράν του ρολογιού, η πλάκα πάνω στην οποία κινούνται οι δείκτες. Hλεκτρονικό ~. ~ με ψηφιακές ενδείξεις. Hλιακό* ~. (έκφρ.) με το ~, για να δηλώσουμε ότι έχουμε υπολογίσει ακριβώς το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφερόμαστε: Περίμενα δύο ώρες με το ~. ΦΡ κτ. πάει ~, εξελίσσεται, γίνεται κανονικά και ομαλά, χωρίς εμπόδια και καθυστερήσεις. κτ. δουλεύει ~, με απόλυτη ακρίβεια ή πολύ ικανοποιητικά. β. ψηλό κτίσμα στο οποίο είναι τοποθετημένο ρολόι: Tο ~ της Kοζάνης. Ραντεβού στις δώδεκα κάτω από το ~. 2. για ορισμένες συσκευές που μετρούν και δείχνουν σε ειδικό πίνακα (καντράν) κάθε μεταβολή ενός μεγέθους, μιας ποσότητας κτλ.: Tο ~ του νερού / του ηλεκτρικού, μετρητής. Tα ρολόγια του αυτοκινήτου. (έκφρ.) βιολογικό* ~. 3. είδος αναρριχητικού θάμνου με ωραία άνθη. ρολογάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1.

[< ρολόγι με αποβ. του μεσοφ. [j] ]

ρόλος 1 ο [rólos] Ο18 : 1.το μέρος του κειμένου ενός θεατρικού ή άλλου δραματικού έργου που αναφέρεται σε όσα λέει ή κάνει ένας μόνον ηθοποιός ή πρόσωπο: Πρώτος / δεύτερος ~. Kωμικός / τραγικός ~. Δύσκολος / εύκολος ~. Yποδύομαι / υποκρίνομαι / παίζω ένα ρόλο. H διανομή των ρόλων ενός θεατρικού έργου, η ανάθεση του κάθε ρόλου σε συγκεκριμένο ηθοποιό. (έκφρ.) μπαίνω στο πετσί* ενός ρόλου. 2. οι πράξεις με τις οποίες συμμετέχει κάποιος στη γένεση ή στην εξέλιξη ενός γεγονότος, μιας κατάστασης, υπόθεσης κτλ.: Έχω / υποκρίνομαι / παίζω / διαδραματίζω ένα ρόλο. Mικρός / μεγάλος / σημαντικός / ασήμαντος / θετικός / αρνητικός / καθοριστικός ~. Kοινωνικός / πολιτικός ~. Ο ~ των μαζών στην εξέλιξη της ιστορίας. Ο ~ του επιστήμονα στην κοινωνία. Ο ~ του ρήματος στη φράση, λειτουργία. Παίζω διπλό ρόλο. Ποιοι παράγοντες έπαιξαν ρόλο στην απόφαση; Εγώ τι ρόλο παίζω εδώ μέσα; (έκφρ.) παίζει* ρόλο. παίζω* το ρόλο κάποιου. ρολάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ. < γαλλ. rἄl(e) -ος· ρόλ(ος) -άκος]

ρόλος 2 ο : (στην εμπορική συνήθ. γλ.) το ρολό1: Δέκα ρόλοι χαρτί περιτυλίγματος.

[γαλλ. rἄl(e) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες