Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρολογάς
1 εγγραφή
ρολογάς ο [roloγás] Ο1 : ο τεχνίτης που επισκευάζει (ή κατασκευάζει) ρολόγια· ωρολογάς, ωρολογοποιός.

[ρολόγ(ι) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες