Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρολάρω [roláro] Ρ6α : 1. για αυτοκίνητο που κινείται με την ορμή που έχει αποκτήσει χωρίς να χρησιμοποιείται η ισχύς του κινητήρα του: Στην κατηφόρα, με το μοχλό αλλαγής ταχυτήτων στο νεκρό, άφησε το αυτοκίνητο να ρολάρει μόνο του. 2. (πληροφ.) κινώ κείμενο, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, στην οθόνη του υπολογιστή: Ρολάρισε, σε παρακαλώ, το κείμενο άλλη μία φορά μήπως εντοπίσουμε και κανένα άλλο λάθος.
[ιταλ. rollar(e) `περιστρέφομαι΄ -ω]