Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ροκφόρ το [rokfór] Ο (άκλ.) : είδος γαλλικού τυριού από πρόβειο γάλα, που παρασκευάζεται με την προσθήκη ειδικού μύκητα.
[λόγ. < γαλλ. roquefort < τοπων. Roquefort (πόλη της Γαλλίας όπου πρωτοκατασκευάστηκε)]