Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ροκάνα η [rokána] Ο25α : είδος ξύλινου κρόταλου που αποτελείται από μια λεπτή σανίδα η οποία προσκρούει σε έναν περιστρεφόμενο γύρω από τον άξονά του οδοντωτό τροχό και που παράγει έναν ξερό και δυνατό ήχο.
[ίσως ροκάν(ι) -α]