Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροζιάρικος
1 εγγραφή
ροζιάρικος -η -ο [rozjárikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που έχει (πολλούς) ρόζους: Ροζιάρικα και βρόμικα χέρια. || Ροζιάρικο ξύλο.

[ροζιάρ(ης < ρόζ(ος) -ιάρης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες