Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ροζιάζω [rozjázo] Ρ2.1α μππ. ροζιασμένος : αποκτώ ρόζους: Ροζιασμένα από τη σκληρή δουλειά χέρια. Tα ροζιασμένα τίμια χέρια του εργάτη. || Ροζιασμένο ξύλο, με ρόζους.
[ρόζ(ος) -ιάζω]