Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ροζακί το [rozakí] & ραζακί το [razakí] Ο43 : ποικιλία σταφυλιού και κλήματος: Άσπρο / μαύρο ~.
[τουρκ. razakι (από τα αραβ.) ίσως & με επίδρ. του ιταλ. rosa `ρόδο΄]