Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροζέ
2 εγγραφές [1 - 2]
ροζέ [rozé] Ε (άκλ.) : α.που έχει χρώμα ροζ ή προς το ροζ: ~ μπλούζα. Kρασί ~. β. (ως ουσ.) το ροζέ, το ανοικτό ροζ χρώμα.

[λόγ. < γαλλ. rosé]

ροζέτα η [rozéta] Ο25 : 1α.(τεχν.) γύψινη ή ξύλινη διακόσμηση, στρογγυλή, ελλειψοειδής ή ορθογώνια, στο μέσο της οροφής δωματίου. β. (τεχν.) πεπλατυσμένος δακτύλιος· (πρβ. ροδέλα). γ. δαχτυλίδι με ανάλο γο σχήμα. 2. (τυπ.) γραφικό κυκλικό κόσμημα.

[ιταλ. rosetta]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες