Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ροδόδεντρο το [roδóδendro] Ο42 : φυτό, δέντρο ή θάμνος, αειθαλές που χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό.
[λόγ. < ελνστ. ῥοδόδενδρον προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δένδρον > δέντρο]