Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ροδίζω
1 εγγραφή
ροδίζω [roδízo] Ρ2.1α : αποκτώ ρόδινο χρώμα· ροδοκοκκινίζω: Bάζουμε το κρέας σε δυνατή φωτιά για να ροδίσει. || (μτφ.): Ροδίζει η ανατολή / η αυγή, για το ρόδινο φως που απλώνεται στον ορίζοντα κατά την ανατολή του ήλιου. || (απρόσ., επέκτ.) χαράζει, ξημερώνει: Kαι μόλις ρόδισε, ανέβηκαν στα ζώα και συνέχισαν το ταξίδι.

[ελνστ. ῥοδίζω `είμαι σαν το ρόδο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες