Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ρόδι το [róδi] & ρόιδι το [r(ói)δi] Ο44 : ο καρπός της ροδιάς, που αποτελείται από λεπτό ξυλώδες περίβλημα μέσα στο οποίο περικλείεται ένας μεγάλος αριθμός μικρών κόκκινων σπόρων· (πρβ. ρόιδο).
[ρόιδι: μσν. ρόιδι < ελνστ. ῥοΐδιον (προφ. ίσως [r(ói)] ) υποκορ. του αρχ. ῥοιά· ρόδι: αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.]
- ροΐ το [roí] & ρογί το [rojí] Ο43 : επιτραπέζιο δοχείο για λάδι, που έχει σχήμα κώνου και μακρύ ράμφος.
[ελνστ. ῥογίον `δοχείο για απόσταξη΄ (μσν. σημ.: `αγγείο΄) και αποβ. του μεσοφ. [j] ]
- ρόιδο το [róiδo] Ο39 : α.(σπάν.) το ρόδι. β. συνήθ. στη ΦΡ τα κάνω ~, αποτυγχάνω εντελώς· ΣYN ΦΡ τα θαλασσώνω ή τα κάνω θάλασσα.
[μσν. ρόιδ(ι) μεταπλ. -ο]