Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριχτός
1 εγγραφή
ριχτός -ή -ό [rixtós] Ε1 : 1.επικλινής: Ριχτή στέγη. 2. (για ρούχο) που πέφτει άνετα στο σώμα, όχι εφαρμοστός: Ριχτή ζακέτα. || που το έχει ρίξει κάποιος στους ώμους πρόχειρα (χωρίς να έχει περάσει τα χέρια στα μανίκια): Mε το σακάκι ριχτό στους ώμους.

[ρικ- (ρίχνω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες