Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριπή
1 εγγραφή
ριπή η [ripí] Ο29 : α.σφοδρή, στιγμιαία και αιφνιδιαστική κίνηση: ~ ανέμου. (λόγ.) ΦΡ εν ~ οφθαλμού, σε ελάχιστο χρόνο· στη στιγμή. β. δέσμη βολών από αυτόματο πυροβόλο όπλο: ~ πολυβόλου.

[λόγ.: α: αρχ. ῥιπή· β: σημδ. γαλλ. rafale]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες