Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριμαδόρος
1 εγγραφή
ριμαδόρος ο [rimaδóros] Ο18 : αυτός που έχει την ικανότητα και συνθέτει (ιδ. κατ΄ επάγγελμα) αυτοσχέδιους, ομοιοκατάληκτους στίχους με επίκαιρο, σκωπτικό περιεχόμενο, τους οποίους ο ίδιος απαγγέλλει ή τραγουδά δημόσια· (πρβ. ποιητάρης).

[βεν. *rimador (< rima δες ρίμα) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες