Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ριμέικ το [riméik] Ο (άκλ.) : κινηματογραφική ταινία που αποτελεί καινούρια παραγωγή παλαιότερης ταινίας, με άλλους ηθοποιούς, άλλο σκηνοθέτη ή και σχετικά διαφοροποιημένο σενάριο.
[λόγ. < αγγλ. remake]