Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ριμάριο
1 εγγραφή
ριμάριο το [rimário] Ο42 : κατάλογος, γλωσσάριο ομοιοκατάληκτων λέξεων (φράσεων ή στίχων): Tο ~ ενός ποιητή.

[λόγ. < ιταλ. rimario]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες