Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρηχός
1 εγγραφή
ρηχός -ή -ό [rixós] Ε1 : 1.που δεν έχει αρκετό ή πολύ βάθος. ANT βαθύς: Ρηχή θάλασσα. Ρηχά νερά. Ρηχό χαντάκι. ~ λάκκος. Ρηχό πηγάδι. Ρηχό πιάτο. Ρηχή κατσαρόλα. || (επιρρ. έκφρ.) στα ρηχά, νερά, μέρη της θάλασσας: Kολυμπούσε στα ρηχά. ΦΡ πνίγομαι στα ρηχά, δεν μπορώ να αντιμετωπίσω την παραμικρή δυσκολία, πανικοβάλλομαι, απελπίζομαι με το παραμικρό εμπόδιο· ΣYN ΦΡ πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό. 2. που δεν έχει βάθος νοήματος: Ρηχή σκέψη, που δεν εμβαθύνει, που μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων. Σκέψεις ρηχές και ανούσιες. || (για άνθρ.) που δε σκέπτεται, δεν εξετάζει τα πράγματα σε βάθος· (πρβ. επιπόλαιος). ρηχά ΕΠIΡΡ.

[αρχ. (ιων. διάλ.) ουσ. ἡ ῥηχός `πλεχτός φράχτης΄ (που ίσως χρησιμοποιόταν στα ρηχά για ψάρεμα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες