Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρητός
1 εγγραφή
ρητός -ή -ό [ritós] Ε1 : ANT άρρητος. 1. (για λόγο) που είναι διατυπωμένος με έναν τρόπο ευθύ, απόλυτα σαφή και κατηγορηματικό, που δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβητήσεις και ταλαντεύσεις: Mου έδωσε τη ρητή διαβεβαίωση ότι δεν έχει ανάμειξη στην υπόθεση. Έχει τη ρητή εντολή να μην ασχοληθεί άλλο με την υπόθεση. || (ως ουσ.) το ρητό*. 2. (μαθημ.) ρητοί αριθμοί, το σύνολο των ακέραιων και κλασματικών αριθμών. ρητά & ρητώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Ο νόμος ορίζει ρητώς ότι δεν απαλλάσσονται από τις υποχρεώσεις τους.

[λόγ.: 1: αρχ. ῥητός· 2: σημδ. γαλλ. rationnel· λόγ. < ελνστ. ῥητῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες