Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεύμα
9 εγγραφές [1 - 9]
ρεύμα [révma] Ο48 : 1.κίνηση μάζας υγρού ή αερίου προς ορισμένη κατεύθυνση: ~ αέρος· (πρβ. αέρας, άνεμος). Ψυχρό / θερμό ~. Ορμητικό / ισχυρό ~. Tον παρέσυρε το ~ του ποταμού. Θαλάσσια ρεύματα. || (ειδικότ.) μόλις αισθητό ρεύμα αέρα (π.χ. στο άνοιγμα κλειστού χώρου): Άνοι ξε το παράθυρο να κάνει λίγο ~. Mην κάθεσαι με την πλάτη στο ~· θα κρυώσεις. 2. (ηλεκτρικό) ~, η ροή ηλεκτρονίων σε αγωγό. Εναλλασσόμε νο / συνεχές (ηλεκτρικό) ~. || ηλεκτρική ενέργεια: Tον χτύπησε το ~, έπα θε ηλεκτροπληξία. Ο λογαριασμός του ρεύματος, το οφειλόμενο ποσό για κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. || η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε οίκημα: Tου ΄κοψαν το ~. || καθένα από τα διαφορετικά τιμολόγια με βάση τα αποία υπολογίζεται η κατανάλωση ρεύματος: Nυχτερινό / βιομηχανικό ~. 3. η ροή οχημάτων που κινούνται σε δρόμο. || (επέκτ.) το τμήμα του δρόμου όπου επιτρέπεται η κίνηση αυτοκινήτων προς την ίδια κατεύθυνση: Aντίθετο ~ (κυκλοφορίας). Ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και πέρασε στο αντίθετο ~. 4α. ομαδική τάση προς ορισμένη κατεύθυνση, επιδίωξη που εκδηλώνεται με εμφανείς και συγκεκριμένες προσπάθειες: Iδεολογικό / φιλοσοφικό / καλλιτεχνικό / λογοτεχνικό / κοινωνικό / πολιτικό / επαναστατικό ~. ~ ιδεών. Tην τέχνη τη διαμορφώνουν, περισσότερο από τα ρεύματα και τις σχολές, τα κοινωνικά δεδομένα. β. πλήθος ανθρώπων που ακολουθεί ορισμένη κατεύθυνση ή η κατεύθυνση την οποία ακολουθεί πλήθος ανθρώπων: Tον παρέσυρε το ~ της εποχής, οι γενικές τάσεις, η μόδα. (έκφρ.) έχει ~, τον ακολουθούν πολλοί οπαδοί, προσελκύει πλήθος οπαδούς. γ. ομαδική κίνηση ή μετακίνηση ανθρώπων: ~ διαδηλωτών. ~ μεταναστών αναμένεται στην Ελλάδα μετά τις ραγδαίες εξελίξεις στη γειτονική χώρα.

[λόγ.: 1: αρχ. ῥεῦμα· 2-4: σημδ. γαλλ. courant]

ρευματαλγία η [revmataljía] Ο25 : (ιατρ.) ρευματικός πόνος: Yποφέρει από ρευματαλγίες.

[λόγ. < αγγλ. rheumatalgia < αρχ. ῥευματ(ισμός) + -algia = -αλγία]

ρευματικός -ή -ό [revmatikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με το ρευματισμό: ~ πόνος, ρευματαλγία. Ρευματικές παθήσεις. 2. (ως ουσ.) α. ο ρευματικός, αυτός που υποφέρει από ρευματισμούς. β. τα ρευματικά, οι ρευματισμοί.

[λόγ. < αρχ. ῥευματικός]

ρευματισμός ο [revmatizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : πάθηση των αρθρώσεων που συνοδεύεται από δυνατούς πόνους: Πάσχω / υποφέρω από ρευματισμούς. Οξύς / χρόνιος ~.

[λόγ. < αρχ. ῥευματισμός]

ρευματοδότης ο [revmatoδótis] Ο10 : (λόγ.) μπρίζα: ~ τοίχου.

[λόγ. ρευματ- (ρεύμα)2 -ο- + -δότης]

ρευματολήπτης ο [revmatolíptis] Ο10 : (λόγ.) φις.

[λόγ. ρευματ- (ρεύμα)2 -ο- + -λήπτης]

ρευματολογία η [revmatolojía] Ο25 : ειδικός κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο τις ρευματικές παθήσεις.

[λόγ. < αγγλ. rheumatology < αρχ. ῥευματ(ισμός) -ο- + -logy = -λογία]

ρευματολογικός -ή -ό [revmatolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ρευματολογία ή με το ρευματολόγο.

[λόγ. ρευματολογ(ία) -ικός]

ρευματολόγος ο [revmatolóγos] Ο18 θηλ. ρευματολόγος [revmatolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στις ρευματικές παθήσεις.

[λόγ. ρευματο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες