Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεφορμιστής
1 εγγραφή
ρεφορμιστής ο [reformistís] Ο7 θηλ. ρεφορμίστρια [reformístria] Ο27 : ο οπαδός του ρεφορμισμού: Ο έλεγχος του συνδικάτου από τους ρεφορμιστές.

[λόγ. < γαλλ. réform(iste) -ιστής· λόγ. ρεφορμισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες