Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρεφενές
1 εγγραφή
ρεφενές ο [refenés] Ο13 : το ποσό που αναλογεί στο καθένα από τα πρόσωπα μιας ομάδας (παρέας κτλ.) για τα έξοδα κοινού γεύματος, διασκέδασης κτλ.: Πόσο είναι ο ~; Ποιος δεν πλήρωσε / έδωσε το ρεφενέ του; Bάλαμε (από) 10.000 δραχμές ρεφενέ. || (η αιτ. ως επίρρ.) με κοινή συνεισφορά: Έχουμε πάρτι ρεφενέ.

[τουρκ. (διαλεκτ.) refene (< herifane, από τα περσ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες