Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρετσίνα
3 εγγραφές [1 - 3]
ρετσίνα 1 η [retsína] Ο25 : είδος ελληνικού (άσπρου) κρασιού αρωματισμένου με ρετσίνι: Bαρελίσια / κεχριμπαρένια ~.

[μσν. ρετσίνα < ρετσίνα 2]

ρετσίνα 2 η : (σπάν.) ρετσίνι.

[μσν. ρετσίν(η) μεταπλ. ίσως από επίδρ. του μσνλατ. resina < αρχ. ῥητίνη με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]

ρετσινάτος -η -ο [retsinátos] Ε3 : (για κρασί) που περιέχει ρετσίνι· (πρβ. ρετσίνα): Ρετσινάτο κρασί. || (ως ουσ.) το ρετσινάτο. ANT αρετσίνωτο.

[ρετσίν(α) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες