Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρετούς
3 εγγραφές [1 - 3]
ρετούς το [retús] Ο (άκλ.) : ρετουσάρισμα.

[λόγ. < γαλλ. retouche]

ρετουσάρισμα το [retusárizma] Ο49 : α.τελική επεξεργασία φωτογραφίας ή φιλμ που γίνεται με το χέρι για τη διόρθωση μικρών ατελειών. β. τελική επεξεργασία για τη διόρθωση μικρών ατελειών στη μορφή ενός κειμένου κτλ.: Tο ~ ενός γραπτού κειμένου / μιας εργασίας.

[ρετουσαρισ- (ρετουσάρω) -μα]

ρετουσάρω [retusáro] -ομαι Ρ6 : α.διορθώνω με το χέρι φωτογραφία ή φιλμ για να καλύψω ατέλειές τους ή για να τα κάνω καθαρότερα. β. κάνω την τελική επεξεργασία για τη διόρθωση μικρών ατελειών στη μορφή ενός κειμένου κτλ.

[γαλλ. retouch(e) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες