Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ρετουσάρω
1 εγγραφή
ρετουσάρω [retusáro] -ομαι Ρ6 : α.διορθώνω με το χέρι φωτογραφία ή φιλμ για να καλύψω ατέλειές τους ή για να τα κάνω καθαρότερα. β. κάνω την τελική επεξεργασία για τη διόρθωση μικρών ατελειών στη μορφή ενός κειμένου κτλ.

[γαλλ. retouch(e) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες